καθαρουργία

καθαρουργία
καθαρουργία, ἡ (Α) [καθαρουργός]
1. καθαρή, τέλεια, καλλιτεχνική εργασία
2. παρασκευή εκλεκτού, λευκού άρτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθαρουργικός — καθαρουργικός, ή, όν (Μ) [καθαρουργία] κατεργασμένος με τέλειο, καθαρό, καλλιτεχνικό τρόπο, φίνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”